σχάζω

σχάζω
ΝΜΑ, και σχάω ΜΑ
ανοίγω σχισμή, κάνω εντομή
νεοελλ.
1. (μτβ.) σχίζω στα δύο, διασπώ («τα επιταχυνόμενα σωματίδια σχάζουν τους πυρήνες τών βομβαρδιζόμενων πυρήνων»)
2. (αμτθ.) α) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι («τα σύκα άρχισαν να σχάζουν»)
β) ναυτ. (για άνεμο) μεταπίπτω αντίστροφα
γ) ναυτ. (για σκάφος) ανακρούω, κινούμαι όπισθεν
μσν.-αρχ.
1. λύνω ή χαλαρώνω κάτι (α. «σχάσαντες τὴν ἀγκύλην τοῡ βρόχου», Παύλ. Σιλ.
β. «σχάσει τὴν χεῑρα ὥστε ἀφεθῆναι τὸ βέλος», Ήρων)
2. (κυρίως το μέσ.) σχάζομαι
παύω να ασχολούμαι με κάτι («σχασάμενος τὴν ἱππικήν», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (σχετικά με φλέβα) διανοίγω με μαχαιρίδιο
2. (χωρίς τη λ. φλέβα) φλεβοτομώ για αφαίμαξη, παίρνω αίμα
3. σφάζω («πρωτόσφακτον ὅρκιον σχάσας», Λυκόφρ.)
4. ανοίγω («σχάζειν στόμα», Λυκόφρ.)
5. (για φυτά και άνθη) ανοίγω, σκάζω
6. αφήνω κάτι να πέσει («σχάσασαι τὴν οὐρὰν... διατρέχουσιν» — να αφήσει δηλ. την ουρά να κρέμεται, Ξεν.)
7. ανακόπτω, αναστέλλω, σταματώ (α. «κώπαν σχάσαν» — σταμάτα την κωπηλασία, Πίνδ.
β. «σχάσον... δεινὸν ὄμμα καὶ θυμοῡ πνοάς», Ευρ.)
8. προκαλώ κατάρρευση
9. εγκαταλείπω ή προδίδω
10. μτφ. α) περιορίζω κάτι στρέφοντας την προσοχή μου αλλού («σχάσας την φροντίδα λεπτήν», Αριστοφ.)
β) προξενώ ήττα, προξενώ συμφορά («φεῡ, οἵαισιν ἐν φροντίσι Κνώσιον, ἔσχασεν στραταγέταν», Βακχυλ.)
11. παθ. α) (για γνάθο) εξαρθρώνομαι
β) ιατρ. (για μέλος τού σώματος) τοποθετούμαι στην αρχική θέση, ανατάσσομαι με βίαιη κίνηση
γ) μτφ. καθαίρομαι με φλεβοτομία
12. (κατά τον Γαλ.) «καὶ κατὰ παλαίστραν δὲ τὸ σχάσαι σημαίνει τήν χεῑρα ταχέως ἄγειν πρὸς αὐτὴν ἐκ τῆς ἔμπροσθεν θέσεως»
13. φρ. «σχάσας... ἐν πέδῳ γόνυ» — αφού έπεσε στα γόνατα, αφού γονάτισε πάπ..
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το ρ. σχάζω/σχάω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *skei- «κόβω, χωρίζω» (για την εναλλαγή κλειστού - δασέος συμφώνου κ/χ πρβλ. σπόγγος: σφόγγος) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. chyati, chā-ta «κόβω, πληγώνω» οι οποίοι εμφανίζουν επίσης δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -α-. Ο ενεστ. σχάζω έχει σχηματιστεί υστερογενώς από τον αόρ. ἔσχασ-α, ο οποίος είναι ο τ. που απαντά συχνότερα και ο οποίος, κατά μία άποψη, έχει προέλθει από συμφυρμό τών αορ. σχίσαι και χαλάσαι, ἐάσαι. Το ρ. σχάζω χρησιμοποιήθηκε κυρίως στο ιατρικό λεξιλόγιο αλλά και σε τεχνικούς όρους και διακρίνεται από το συγγενές σημασιολογικώς ρ. σχίζω, με το οποίο, όμως, βρίσκεται σε σχέση αλληλεπίδρασης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σχάζω — slit open so as to let something escape pres subj act 1st sg σχάζω slit open so as to let something escape pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχάσον — σχάζω slit open so as to let something escape aor imperat act 2nd sg σχάζω slit open so as to let something escape fut part act masc voc sg σχάζω slit open so as to let something escape fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαζόμενον — σχάζω slit open so as to let something escape pres part mp masc acc sg σχάζω slit open so as to let something escape pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχάζε — σχάζω slit open so as to let something escape pres imperat act 2nd sg σχάζω slit open so as to let something escape imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχάζει — σχάζω slit open so as to let something escape pres ind mp 2nd sg σχάζω slit open so as to let something escape pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχάζοντα — σχάζω slit open so as to let something escape pres part act neut nom/voc/acc pl σχάζω slit open so as to let something escape pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχάζουσι — σχάζω slit open so as to let something escape pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σχάζω slit open so as to let something escape pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔσχαζον — σχάζω slit open so as to let something escape imperf ind act 3rd pl σχάζω slit open so as to let something escape imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαζομένης — σχάζω slit open so as to let something escape pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχασθείη — σχάζω slit open so as to let something escape aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”